- Πατρικίους
- Πατρίκιοςpatriciusmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατρικίους — πατρίκιος patricius masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληβείοι — Τμήμα του πληθυσμού της αρχαίας Ρώμης, που σήμαινε τον όχλο, σε αντίθεση με τους αριστοκράτες, τους πατρικίους. Πρώτος ο Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος σκέφθηκε να εξισώσει τους π. με τους πατρικίους και θέλησε να τους διαιρέσει σε τρεις φυλές. Οι… … Dictionary of Greek
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek
патрикъ — ПАТРИК|Ъ (1*), А с. То же, что патрикии: призвавше славны˫а наша патрики. преславнагѡ же никиту. патрики˫а куѥстера. преславны˫а ѹпаты и писцѧ. мари˫ана и мари˫а. и прѡча˫а б҃и˫а страхъ имѣюща. (πατρικίους) МПр XIV2, 166 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Λικίνιος — (Valerius Licinianus Licinius, ; – 325 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (307 324). Στέφθηκε αυτοκράτορας κατά την τελευταία περίοδο της τετραρχίας. Μετά τον θάνατο του Γαλέριου και την ήττα των συναυτοκρατόρων Μαξέντιου (από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το… … Dictionary of Greek
ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… … Dictionary of Greek
εύπατρις — εὔπατρις άτριδος, ἡ (ΑΜ) (ως θηλ. τού ευπατρίδης) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπάτειρα*, ευγενής αρχ. 1. ευσεβής, ευμενής προς κάποιον 2. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
πληβείος — α, ο, / πληβεῑος, ΝΜΑ, και πληβήιος, ΐα, ον, Α αυτός που κατάγεται από λαϊκή, κατώτερη κοινωνική τάξη 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτης από κατώτερη τάξη που δεν είχε ευγενή καταγωγή, σε αντιδιαστολή προς τους πατρικίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plebeius… … Dictionary of Greek